Dictionary of Greek. 2013.
κολλυρίδα — κολλυρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερχάλ — τὸ, ΜΑ κουλούρι («τὸ δὲ χερχὰλ ἄρτου κολλυρίδα ἐν ταῑς βασιλείαις εὑρύκαμεν», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. εβρ. προέλευσης] … Dictionary of Greek